- ακαλάμωτος
- η , ο1) не заросший камышом, тростником (о местности); 2) построенный без камыша, тростника; 3) не образовавший стебля (о пшенице)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια … Dictionary of Greek
ακαλάμωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που φτιάχτηκε χωρίς να χρησιμοποιηθούν καλάμια: Η σκεπή ήταν ακόμη ακαλάμωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακάλαμος — η, ο ο ακαλάμωτος … Dictionary of Greek